σαγηνευτής

σαγηνευτής
ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν [σαγηνεύω]
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει
αρχ.
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαγηνευτής — ο θηλ. σαγηνεύτρ(ι)α αυτός που σαγηνεύει, γόης: Σαγηνευτής γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαγηνευτής — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc nom sg σαγηνευτής masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευτάς — σαγηνευτά̱ς , σαγηνευτήρ one who fishes with the masc acc pl σαγηνευτά̱ς , σαγηνευτήρ one who fishes with the masc nom sg (epic doric aeolic) σαγηνευτά̱ς , σαγηνευτής masc acc pl σαγηνευτά̱ς , σαγηνευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευτικός — ή, ό, Ν ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός. επίρρ... σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν με σαγηνευτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη] …   Dictionary of Greek

  • Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …   Dictionary of Greek

  • σαγηνευταῖς — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc dat pl σαγηνευτής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευταί — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc nom/voc pl σαγηνευτής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευτοῦ — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen sg σαγηνευτής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευτήν — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc acc sg (attic epic ionic) σαγηνευτής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνευτῶν — σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen pl σαγηνευτής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”